- άφευκτος, -η, -ο
- άφευκτος, -η, -ο και -χτος, -η, -ο επίρρ. -α αναπόφευκτος, αναγκαίος: Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος είναι άφευκτη, αν τα κράτη όλου του κόσμου δεν πάρουν σοβαρά μέτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.